- δυναστεῦον
- δυναστεύωhold powerpres part act masc voc sgδυναστεύωhold powerpres part act neut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
δυναστεύω — (AM δυναστεύω) [δυνάστης] μσν. νεοελλ. καταδυναστεύω, κυριαρχώ, δεσπόζω μσν. 1. πιέζω, εξαναγκάζω 2. βιάζω γυναίκα 3. βασανίζω, κακομεταχειρίζομαι 4. παίρνω με τη βία 5. συγκρατώ, εμποδίζω 6. (αμτβ.) προσπαθώ, βάζω τα δυνατά μου 7. (η μτχ. ενεστ … Dictionary of Greek